- έξαμπρον
- ἔξαμπρον, το (Α) [άμπρον]ζευγάρι βοδιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαμπρεύω — ἐξαμπρεύω (Α) [έξαμπρον] σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ ἐξαμπρεύσομεν τοῡτ ἄνευ κανθηλίου» και πώς θα τό τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek